«Καλό Παράδεισο παλληκάρι τῆς Πάτρας καί τῆς Ἑλλάδος».
Ἐπικήδειος
λόγος (ἀπομαγνητοφωνημένος) κατά τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ Εὒζωνα τῆς Προεδρικῆς
Φρουρᾶς, πατρινοῦ στήν καταγωγή, Σπυρίδωνος Θωμᾶ.
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. Χρυσοστόμου.
(Ὁ Σπῦρος Θωμᾶς εὐσεβέστατος καί
ἐνάρετος νέος, γόνος εὐσεβοῦς οἰκογενείας τῶν Πατρῶν, ἒφυγε γιά τόν οὐρανό
αἰφνίδια, ἐνῶ ὑπηρετοῦσε, ὡς Εὒζωνας, στήν Προεδρική Φρουρά. Ἡ Κηδεία του
ἐτελέσθη πάνδημη μέ στρατιωτικές τιμές, σέ κλῖμα βαθειᾶς συγκίνησης καί ὀδύνης
ψυχῆς κατά τά ἀνθρώπινα, στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ἐλευθερίου Πατρῶν. Ὁ Σεβασμιώτατος
προέστη τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας καί εἶπε τά παρακάτω συγκινητικά λόγια, ὡς
ἀποχαιρετισμό, ἒπαινο καί τιμή στόν λαμπρό καί εὐσεβέστατο νέο).
Καθώς
σέ ἀποχαιρετᾶμε, ἀγαπημένο μας παιδί, γιά τό μεγάλο σου ταξίδι στόν οὐρανό,
ὃπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων, ἠχοῦν στ’ αὐτιά μας τά ὑπερήφανα λόγια σου, τά
γεμάτα παλμό καί ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα. Αὐτά τά λόγια πού εἶπες γεμᾶτος χαρά
καί συγκίνηση, ἀπό τήν ἱερά πόλη τοῦ Μεσολογγίου, ὃταν ρωτήθηκες ἀπό
δημοσιογράφο, πῶς αἰσθάνεσαι πού εἶσαι Εὒζωνας.
«Εἶναι
μοναδικό, εἶναι ἀπίστευτο. Ἂλλο νά τό ἀκοῦς καί ἂλλο νά τό ζῇς. Ἀν δέ τό ζήσῃς,
δέν μπορεῖς νά τό πιστέψῃς, ἡ ἀγάπη πού παίρνομε ἀπό τόν κόσμο εἶναι
ἀπίστευτο». Αὐτά εἶπες μέ καμάρι.
Ἀλήθεια,
παιδί μου, εἶναι μοναδικό, ἀπίστευτο, συγκλονιστικό νά ὑπηρετῇς τήν Πατρίδα ὡς
Στρατιώτης, ὡς Εὒζωνας. Νά στέκεσαι μέ τήν ξεχωριστή ὑπερηφάνεια τοῦ Ἓλληνα, «μέ τήν τετιμημένη φορεσιά πού ὁ κόσμος τή
θαυμάζει καί μόνο στήν κορμοστασιά τοῦ Ἓλληνα ταιριάζει» κατά τόν ποιητή,
μπροστά στό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου καί νά φυλᾶς τίς πνευματικές,
ἱστορικές θερμοπύλες αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος ξέρει νά ἀγωνίζεται γιά τά ὑψηλά ἰδανικά καί
τίς ἀπαράγραπτες ἀξίες τῆς ζωῆς.
Σέ
καμάρωναν παιδί μου οἱ γονεῖς σου, οἱ ἀγαπημένοι μας αὐτοί καί θαυμάσιοι
ἂνθρωποι, σέ καμάρωνε ὁ ἀδελφός σου, σέ καμαρώναμε ὃλοι γιατί ἢσουν παιδί μας
καί εἶσαι παιδί μας, σέ καμάρωνε ἡ Πάτρα καί ἡ Ἑλλάδα ὀλόκληρη πού σήμερα σέ
ἀγκαλιάζει καί σέ γλυκοφιλεῖ.
Πρίν
δυό ἠμέρες, παιδί μου, ἠκούσθη, μᾶλλον ἦταν διάδοσις, ἦταν ψέμα, ὃτι ὁ Σπῦρος,
λύγισε, ἒπεσε, ἀπέθανε. Ὂχι δέν ἦταν ἀλήθεια, δέν λύγισες, δέν ἒπεσες, δέν
ἀπέθανες. Λάθος κάνανε παιδί μου. Ἁπλῶς κουράστηκε ὁ Σπῦρος σκέφτηκα, ὃταν ὁ
θεῖος σου μέ λυγμούς ἒτρεξε νά μοῦ μεταφέρει τήν εἲδηση, κουράστηκε λίγο
παραπάνω, φορτίστηκε ἀπό τήν συγκίνηση, ἀπό τίς μνῆμες τῶν Ἡρώων πού τούς εἶχε
μαζί του στή σκοπιά, ἀλλά τί λέγω στήν καρδία του, ἀπό τήν χαρά ὃτι ἦταν στήν
ἀξιοζήλευτη θέση τοῦ Εὒζωνα τῆς Προεδρικῆς Φρουρᾶς, ἀπό τῶν δικῶν του τή
θύμηση...