Πρίν
120 χρόνια ἓνας ἀπόδημος Λουκαΐτης, ἀπό τήν Ἀμερική ἀπό τήν πολιτεία τῆς UTAH,
γράφει στόν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, στόν φημισμένο τότε
γιά τόν ἐνάρετο βίο του, π. Ἰωσήφ Κολλιόπουλο.
Τό
γράμμα τό ἀποστέλλει, ὁ ἀείμνηστος Σπῦρος Σμυρνιώτης, γυιός τοῦ Θεοδώρου
Σμυρνιώτη ἀπό τοῦ Λουκᾶ, τοῦ ὁποίου ὁ θεῖος μοναχός Πανάρετος (κατά κόσμον
Παναγῆς Σμυρνιώτης), ἀδελφός τοῦ Θεοδώρου Σμυρνιώτη, ἐμόναζε στή Μονή Βαρσῶν.
Τό
γράμμα εἶναι τό παρακάτω.
Μεταφέρομε
τά γράμματα, ὃπως ἒχουν ἀνορθόγραφα γιατί ὁ ἀποστολέας δέν γνωρίζει, ὃπως λέγει
ὁ ἲδιος, γράμματα καί στή συνέχεια παραθέτομε τήν ἐπιστολή ὀρθογραφημένη γιά
τήν διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη.
Τό
κείμενο ὀρθογραφημένο.
Τί
λόγον θά ἀποδώσωμεν
ἡμεῖς
τήν ὣραν τῆς κρίσεως
ὃπου
ὁ οὐρανός θά τρέμῃ,
ἡ
γῆ θά σείεται; Τί κάνωμε τότε;
Πρέπει
νά εἲμεθα ἓτοιμοι καί προέτοιμοι μιά καί δυό καί τρεῖς καί 10 (φορές).
Μήν
ἀμελοῦμεν τόν καιρόν μας,
διότι
παρέρχεται καί δέν τό καταλαβαίνομε.
Ἡ
Πατρίς εἶναι γλυκειά, διότι γνωρίζεις ὃλα τά πάντα τοῦ ἒτους. Πότε θά ἀναχωρήσω
ἀπό ἐδῶ; Πάτερ ἡμεῖς εἲμεθα ἂγριοι ἐδῶ πέρα. Νά μέ συγχωρῇς διότι ἐγώ δέν
γνωρίζω καλῶς γράμματα.
Τούς
ἀσπασμούς μου εἰς τόν Πάτερ Κωνστάντιον καί Ναθαναήλ καί θεῖον μου Πανάρετον.
Σοῦ
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν καί τήν ἁγιωσύνην σου.
Σπῦρος
Θεοδώρου Σμυρνιώτης. Λουκα¨τάκι, τοῦ Θεοδωρῆ Σμυρνιώτη.
Ἡ
σύστασίς μου αὐτή
Spiros
Smirniotiw
PD
BOY 246
Ogdin Utuh
Τά δέοντα εἰς τούς Πατέρες
Εἰς
τόν πάτερ Δαμασκηνόν καί Νικόδημον,
Σίλβεστρον
καί Ἀβέρκιον καί λοιπούς ἂλλους
Μένω
ἲδιος (δηλ. δικός σας)
(Ἀναμένω)
ἀπάντησίν σου χωρίς ἂλλο
Spiros Smirniotiw
PD BOY 246
Ogdin Utuh
Παρατηρήσεις
Στό
γράμμα αὐτό διαπιστώνομε τά ἑξῆς:
1)
Τήν
βαθειά εὐσέβεια τοῦ μακαριστοῦ Σπύρου Σμυρνιώτη
2)
Τήν
βαθειά αἲσθηση, ὃτι πρέπει νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας γιά τήν
σωτηρία μας καί νά μετανοοῦμε
3)
Τήν
νοσταλγία τῆς Πατρίδος, ἡ ὁποία εἶναι, ὃπως λέγει, τόσο γλυκειά.
4)
Τό
ὃτι στήν ξενητειά ζοῦσαν ὡς ἂγριοι, χωρίς νά γνωρίζουν ἡμέρα καί νύχτα καί τίς
γιορτές τοῦ χρόνου.
5)
Τήν
ἀγάπη καί τόν σεβασμό πρός τόν πνευματικό του πατέρα, Ἡγούμενο Ἰωσήφ καί τούς
ἂλλους πατέρας τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Βαρσῶν, εὑρισκομένης πλησίον
τῆς γενετείρας του, Λουκᾶ Μαντινείας καί βεβαίως εἰς τόν θεῖον του Μοναχόν Πανάρετον.
(Ὁ Πανάρετος ἦτο Μοναχός εὐλαβέστατος, ὡς διηγεῖτο ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωσήφ
Μάντης, ἀλλά καί οἱ παλαιότεροι Λουκαΐτες. Εὑρισκόμενος εἰς Λουκᾶ διά ὑπόθεσιν
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἐκοιμήθη ἐκεῖ αἰφνιδίως καί τόν μετέφεραν κεκοιμημένον στό
Μοναστήρι διά τήν κηδείαν, πλῆθος Λουκαϊτῶν, κρατώντας τό νεκροκρέββατο, στά
χέρια κλαίοντες διά τήν κοίμησή του. (Θρηνολογοῦσαν ὃλοι, διηγεῖτο ὁ π. Ἰωσήφ
Μάντης, ὁ ὁποῖος νέος εἰς τήν ἡλικίαν δόκιμος στήν Ἱερά Μονή ἐνεθυμεῖτο τό
περιστατικό).
6)
Ὃτι
ἀναμένει ὁπωσδήποτε ἀπάντηση, ὃπερ σημαίνει ὃτι ἐπιθυμοῦσε, ὁπωσδήποτε, τόν
πνευματικό σύνδεσμο μέ τό Μοναστήρι.
Πόσο ὡραῖα ὂντως διδάγματα καί μάλιστα
ἀπό ἓνα χωριατόπαιδο, ἀγράμματο μετανάστη, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς ἐξ’ ὃσων
γνωρίζομε, ἐτελειώθη στήν βαρειά καί ἐπώδυνη ξενητειά, ὃπως καί τόσοι ἂλλοι
συγχωριανοί μας καί λοιποί Ἓλληνες.