Η ΧΑΡΑ
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Τοῦ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Καθώς ζοῦμε μέσα στό κλῖμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόμεθα ἔντονα τήν ἐσωτερική ἀγαλλίαση πού πηγάζει ἀπό τόν
κενό Τάφο τοῦ Ἀναστάντος Σωτῆρος μας.
Βέβαια, εἶναι εὔλογο καί φυσικό γιά
ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται ἀπό τήν βεβαία, τήν ἀκράδαντο πίστη στήν
Ἀνάσταση, νά αἰσθάνωνται αὐτό τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι
τό γλυκύτερον ὄνομα, ἡ θυμηδία τῆς ψυχῆς μας, ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός τοῦ νοός
μας, ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁδός, τό φῶς καί ἡ ζωή. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος λέγει τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα: «Εἴ
τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως. Εἴ
τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ...».
Περί αὐτῆς τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης πολλάκις μίλησε ὁ
Κύριός μας στούς Ἁγίους Του Μαθητές καί Ἀποστόλους, καί τούς ἐβεβαίωσε, ὅτι
κανείς δέν μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσῃ ἀπό τήν καρδιά τους.
Δέν εἶναι χαρά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Δέν προέρχεται ἀπό
τά γήινα πλούτη, ἀπό τίς ψεύτικες δόξες καί τιμές, ἀπό τήν ψεύτικη ἡδονή, πού
προσφέρουν οἱ ἀπατηλές ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς αὐτῆς. Μιά τέτοια «κοσμική χαρά»
γκρεμίζεται σάν ψεύτικος καί χάρτινος πύργος, ἀφοῦ οὔτε περιεχόμενο ἔχει, οὔτε
βάσεις, οὔτε προοπτική. Συμπαρασύρεται μαζί μέ τά πρόσκαιρα καί μάταια πράγματα
πού μᾶς τήν προσφέρουν, καί ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέ τήν πίκρα τῆς μοναξιᾶς καί μέ
ἔντονα τά σημάδια τῆς ἀπογοητεύσεως, ἀποτελέσματα οἰκτρά τῆς ψεύτικης γοητείας
μέ τήν ὁποία σαγηνεύεται ἡ ψυχή. Ἀλήθεια, πόσα θύματα ἔχουν δημιουργήσει αὐτές
οἱ ψεύτικες «χαρές»!
Κάπως ἔτσι σκεπτόμενος, καί μέσα σ’ αὐτή τήν δυστυχία
ζῶντας, ὁ ποιητής ἔχει γράψει σχετικά:
«Καί
μεῖς ἕνα πρωί εἴχαμε κινήσει,
μόλις ὁ ἥλιος εἶχε
κοκκινίσει,
μέ μάτια πού τά φλόγιζε ἡ
χαρά.
Μά τά
μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει
μέ
καταματωμένα τά φτερά».
Ἀντίθετα, ἡ χαρά τήν ὁποία μᾶς δίνει ὁ Χριστός βρίσκεται
μέσα στήν Ἐκκλησία Του καί πηγάζει ἀπό τό Φρικτό Θυσιαστήριο, ὅπου ὁ Οὐράνιος
Πατέρας μελίζεται καί διαμερίζεται, ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας. Δέν
ὑπάρχει οὐσιαστική χαρά ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἐκεῖ γίνεται ἡ
συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς
ὄντως ζωῆς, καινοποιεῖται καί ἀφθαρτοποιεῖται. Αὐτή ἡ εὐφροσύνη προέρχεται ἀπό
τό πανηγύρι τῆς Θεανθρώπινης καί συνανθρώπινης Κοινωνίας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀφ’
ἑνός μέν μετέχει τῆς μυστικῆς καί οὐρανίου Τραπέζης, καλεσμένος ἀπό τόν οὐράνιο
Δειπνοκλήτορα, τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀγκαλιάζει ἀγαπητικά καί
θυσιαστικά τόν συνάνθρωπό του, ὅποιος καί ἄν εἶναι, ἀδιακρίτως δηλαδή φυλῆς καί
γλώσσας, ἡλικίας, κοινωνικῆς τάξεως, κλπ. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ βαθιά πνευματικός
καί οὐσιαστικός χαιρετισμός τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος ἀδιακρίτως
ἐποχῆς καί ὥρας ἔλεγε σέ ὅποιον ἄνθρωπο συναντοῦσε: «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου!».
Αὐτό τό πανηγύρι τό ζεῖ κανείς ξεχωριστά κατά τήν περίοδο
τοῦ Πάσχα, ἀλλά καί πάντοτε, στόν Ἑλληνικό Ὀρθόδοξο χῶρο, ἀφοῦ τά πάντα εἶναι
φωτισμένα καί ποτισμένα ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες συνεχίζομε τήν εὐφροσύνη καί μετά τήν
Εὐχαριστιακή Σύναξη καί Τράπεζα, ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ πτυχή τῆς
προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς, κοινωνικῆς καί Ἐθνικῆς μας ζωῆς, χωρίς αὐτή τήν
διάσταση.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος πού ἐκφράζει αὐτή τήν
προέκταση τῆς χαρᾶς μετά τήν Λειτουργία ὁ Ἕλληνας. Θυμίζω μόνο πρός ἐπίρρωση
τῶν ἀνωτέρω τούς στίχους ἑνός δημοτικοῦ τραγουδιοῦ:
«Σέ
τούτη τάβλα ποὔμαστε, σέ τοῦτο τό τραπέζι
τόν
Ἄγγελο φιλεύουμε καί τόν Χριστό κερνᾶμε».
Ἄν κάποιος ἐμβαθύνει στό νόημα αὐτῶν
τῶν λόγων, θά διαπιστώσῃ κάτι τό ὁποῖο γεμίζει τίς ψυχές μέ δέος καί συγκίνηση.
Νωρίτερα μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν Εὐχαριστιακή Τράπεζα, ὁ Κύριός μας ἔγινε «βρῶσις
καί πόσις» γιά μᾶς, ὥστε νά γίνωμε «ὅμαιμοι καί σύσσωμοι αὐτοῦ». Τώρα στό
τραπέζι στό σπίτι, στήν αὐλή, στήν γιορτή πού ἀκολουθεῖ μετά τήν εὐφροσύνη τῆς
Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἕλληνας ἔχει συνδαιτημόνα του, «καλεσμένο» του τόν Χριστό
καί τούς Ἀγγέλους. Κάνει τόν σταυρό του, εὐχαριστεῖ γιά τίς δωρεές καί
εὐλογίες, γιά τά ἀγαθά πού τοῦ παρέχει ὁ Θεός καί εὐγνωμονεῖ γιά τίς εὐεργεσίες
Του.
Ποιός μπορεῖ αὐτή τήν χαρά, ἡ ὁποία
ἔχει αὐτές τίς ρίζες καί τίς προεκτάσεις, νά τήν ἀφαιρέσῃ; «Θλίψις
ἤ στενοχωρία, διωγμός ἤ μάχαιρα;» ὡς θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος
(Ρωμ. η’, 35). Οὐδείς, ποτέ καί μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἀφαιρέσῃ τήν
οὐράνια χαρά, πού θρονιάζεται στίς καρδιές μας.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὁ μέγας
ἀναστάσιμος πανηγυριστής ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀπαντᾷ χαρακτηριστικά στήν ἀσεβεστάτη
Εὐδοξία:
«Εἰ μέν βούλεται ἡ βασίλισσα ἐξορίσαι, ἐξορίσῃ
με· “τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς”. Καί εἰ βούλεται πρῖσαι, πρίσῃ με·
τόν Ἠσαΐαν ἔχω ὑπογραμμόν. Εἰ θέλει εἰς τό πέλαγος ἀκοντίσαι με, τόν ᾿Ιωνᾶν
ὑπομιμνῄσκομαι. Εἴ με θέλει εἰς κάμινον ἐμβαλεῖν, τούς τρεῖς παῖδας ἔχω τοῦτο
πεπονθότας. Εἴ με θέλει τοῖς θηρίοις βαλεῖν, τόν Δανιήλ ἐν λάκκῳ τοῖς λέουσι
βεβλημένον ὑπομιμνῄσκομαι. Εἰ θέλει με λιθάσαι, λιθάσῃ με· τόν Στέφανον ἔχω τόν
πρωτομάρτυρα. Εἰ θέλει τήν κεφαλήν μου λαβεῖν, λάβῃ· ἔχω ᾿Ιωάννην τόν
βαπτιστήν. Εἰ θέλει τά ὑπάρχοντά μου λαβεῖν, λάβῃ αὐτά» (Πρός Κυριακόν, MPG.
52. 683).