Στό μέτωπο τοῦ ‘ 40 μεταξύ τῶν ἂλλων Λουκαϊτῶν πού θυσιάστηκαν γιά τήν πίστη στό Θεό καί τήν Πατρίδα, ἒπεσε ἡρωικά καί ὁ Ἀθανάσιος Κλειώρης.
Λίγους μῆνες, πρίν (1 Μαΐου 1940) τό πάμπτωχο αὐτό παιδί, γράφει ἓνα πονεμένο γράμμα στόν θεῖο του Ἠλία Κλειώρη (πρῶτον ἐξάδελφο τοῦ πατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Κλειώρη), στό Σικάγο καί διεκτραγωδεῖ τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του καί ζητάει τήν βοήθεια τοῦ θείου του.
Τό γράμμα εἶναι πολύ συγκινητικό. Τό ἒγραψε ὁ μακαριστός ἣρωας τοῦ ’40 Θανάσης Κλειώρης, λίγο πρίν τόν πόλεμο, ὑπηρετώντας τήν στρατιωτική του θητεία στόν 11ο Σύνταγμα Πεζικοῦ στήν Τρίπολη καί φυλάσσοντας σκοπιά.
Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁ Θανάσης σκοτώθηκε στό μέτωπο πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν.
Τό ὂνομά του εἶναι γραμμένο στό Ἡρῶο, στή στήλη τῶν τῶν ὑπέρ πίστεως καί Παρίδος πεσόντων Λουκαϊτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη αὐτοῦ καί ὃλων τῶν Ἡρώων συγχωριανῶν μας.
Μέσα ἀπό αὐτό τό γράμμα αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ φαίνεται ἡ φτώχεια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, οἱ πολλές δυσκολίες καί ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς. Ἀλλά καί ἡ ἐλπίδα πού εἶχαν στούς ξενητεμένους συγγενεῖς τους καί ἡ ἀπαντοχή σ’ αὐτούς, ὣστε νά στείλουν κάποια βοήθεια ἀπό τό ἐξωτερικό.
Αὐτοί οἱ ἂνθρωποι πού ἒμειναν πίσω τότε στά χωριά μας, ἀγωνίστικαν πολύ, πόνεσαν πολύ, πολέμησαν γιά τήν Ἑλλάδα, ἒδωσαν τό αἷμα τους γιά τήν Πατρίδα.
Ἓνας ποιητής εἶχε γράψει γιά ὃσους πόνεσαν πολύ στή ζωή τους.
«Τοῦ πόνου τό ψωμί ὃποιος δέν ἒφαγε, μόνο ἐκεῖνος δέν σᾶς γνώρισε ὦ οὐρανοί».
Τό γράμμα αὐτό τό κρατοῦσε ὁ ἀείμνηστος παραλήπτης Ἠλίας Κλειώρης, ὁ ὁποῖος τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα, ὃπου καί ἐτελείωσε τόν βίο του στό χωριό μας, ὃπου καί ἐτάφη.
Εὐχαριστοῦμε τήν ἀνηψιά του Θεοδώρα Κλειώρη, ἡ ὁποία διατηρεῖ τό ἀρχεῖο τοῦ θείου της Ἠλία καί ἡ ὁποία μᾶς γνωστοποίησε αὐτό τό τόσο συγκινητικό γράμμα.
•Ἀποστολεύς Στρατιώτης Κλειώρης Ἀθανάσιος
11ον Σύνταγμα Πεζικοῦ
1η πολυβολαρχία
Τρίπολις
Greece
•Παραλήπτης
Klioris Ggocery
High grade grocetie
6558 1o Halsted St
Chicago ILL
U.S.A.
•Χρόνια πολλά
Τρίπολις τῇ 1ῃ Μαΐου 1940
Σεβαστέ θεῖε γειά σου. Διά τῆς παρούσης μου ἐπιστολῆς σᾶς πληροφορῶ τά ἑξῆς γεγονότα ὁλοκλήρου τῆς Ἑλλάδος, ὃπου συμβαίνουν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Πρῶτο ἒρχομαι νά σοῦ εἰπῶ ποῖος εἶμαι ἐγώ πού σοῦ γράφω αὐτό τό γράμμα, ὃπου μέ μεγάλο πόνο τῆς καρδιᾶς μου κάθομαι σήμερον καί τό γράφω. Λοιπόν εἶμαι ἓνα παιδί τοῦ ἐξαδέλφου σου τοῦ Ντίνου τοῦ Κλειώρη καί εἶμαι Στρατιώτης καί ὑπηρετῶ στό 11ο Σύνταγμα, ὃπου ἐδρεύει στήν Τρίπολη. Καί ὃπως ξεύρεις τόν προορισμό μου πώς εἶναι γιά νά φρουρῶ τήν Βασιλεία καί τήν τιμή τῆς Πατρίδος, ὃπου εἲμαστε Ἓλληνες καί δέν θέλουμε νά ἀφήσουμε νά ἒρθῃ κάποιος ξένος νά μᾶς αἰχμαλωτίσῃ καί νά γίνομε καί σκλάβοι. Ἡ Πατρίδα μᾶς καλεῖ καί μᾶς ἐκπαιδεύει δύο χρόνια γιά νά καταλάβουμε ποιός εἶναι ὁ προορισμός μας καί τό καθῆκον μας πρός τήν Πατρίδα.
Λοιπόν θεῖε ἐπροχθές εἶχα πάει στό χωριό μιά βόλτα καί κάπου βρῆκα ἓνα γράμμα δικό σας μέσα σέ ἓνα μπαοῦλο τοῦ πατέρα μου καί τό διάβασα καί εἶδα τό μεγάλο ἐνδιαφέρον σου πρός ἐμᾶς καί δέν ξέρω ἂν σοῦ εἶχε γράψει τότε ὁ πατέρας μου, ἀλλά τά γεγονότα φαντάζομαι ὃτι τά ἒμαθες πιό καλά. Ἐγώ σεβαστέ μου θεῖε ἀπό τό 1930 εἶχα πάει καί ἐργαζόμουν σέ διάφορες ἐργασίες καί ἒπαιρνα ἓως 200 δραχμές τό μῆνα καί αὐτά τά ἒστελνα στό σπίτι γιά νά παίρνουν καμμιά ὀκά ἀλεύρι γιά νά τρῶνε, ὃπου ἐδῶ ἒχουνε χωράφια καί σπέρνουν καί δέν θερίζουν τίποτες. Καί τώρα τελευταῖα εἶχα πάει στήν Λάρισα ὃπου μένει ἡ θεία ἡ Βαρβάρα καί ἐργαζόμουν σέ μηχανές πού ἀλωνίζουν τά σιτάρια καί σέ κάτι ἂλλα λεγόμενα τρακτέρ, μάρκα κάρτερ λίζερ. Αὐτά κάνουν χωράφι ἓως 60 στρέματα τήν ἡμέρα ὃπου ἡ ἑταιρεία πού τά βγάζει αὐτά εἶναι Ἀμερικάνικη, ἲσως νά τήν ξεύρῃς καλύτερα. Καί θέλω νά σοῦ εἰπῶ ὑπάρχουν καί τά πιτσιρικάκια πού εἶναι στά ξένα χέρια καί ἒβγαλα καμμιά δεκάρα καί τήν ἒστελνα στόν δυστυχισμένο πατέρα μου γιά νά πάρῃ καμμιά ὀκά ἀλεύρι.
Ἐμένα δέν ξεύρω ἂν μέ εἲχατε γνωρίσει πού ἢμουνα μικρός. Ἐγώ θεῖε πρέπει νά ξεύρῃς, ὃτι μέ ἒπαιρνε
ὁ συγχωρεμένος ὁ πατέρας σας κάτω στο Κουκούχι καί βοσκούσαμε τά ἂλογα καί τόν θυμᾶμε τόν Μακαρίτη πού μοῦ ἒλεγε γιά σᾶς πού ἢσασταν στήν Ἀμερική.
Σεβαστέ μου θεῖε ἢθελα νά γράφω ἓνα γράμμα καί στόν θεῖο τόν Παναγιώτη... καί δέν θέλω νά σοῦ εἰπῶ ψέματα δέν ἒχω νά βάλω τό γραμματόσημο. Σοῦ στέλνω καί μιά φωτογραφία γιά νά τήν ἰδῇς καί ἂν θέλῃς θεῖε, προτοῦ καί σύ νά μοῦ στείλεις 100 δραχμές ἀμερικάνικες γιά νά μπορέσω νά περάσω καί γώ ὁ δυστυχής τό στρατιωτικό μου. Πέστου θεῖε, ὃτι ἐκεῖ πού εἶναι νά πάει στήν Ἐκκλησιά νά ρίξῃ στό δίσκο πού λέει μιά δραχμή, νά προτιμήσῃ νά μοῦ μάσῃ ἐμένα καί νά μοῦ στείλη. Ἐγώ δέν πρόκειται νά κάνω ἐμπόριο ἢ νά κερδίσω τίποτες.
Ἐπειδή Σεβαστέ μου θεῖε κάθομαι ἂγρυπνος καί φρουρῶ τά σύνορα καί τήν τιμή τῆς Πατρίδος καί δέν ἒχω νά πιῶ οὒτε ἓνα ποτήρι κρασί, γιά αὐτό θέλω θεῖε ἀπό σένα νά καταλάβῃς πάσα προσπάθεια καί νά μπορέσῃς νά κάνῃς τόν θεῖο μου νά μοῦ στείλῃ 100 δραχμές Ἀμερικάνικες. Δέν θέλω τίποτες ἑκατομμύρια, μόνον σοῦ ξαναλέγω 100 δραχμές Ἀμερικάνικες. Καί μ’ αὐτό νά ξεύρῃς θεῖε, θά γλυτώσετε καί τήν δικιά μου ζωή. Ἐγώ δέν ἒχω νά μέ ὑποστηρίξῃ κανένας μόνο ἀπό ἐσᾶς περιμένω κάτι ὃπου σᾶς τό γράφω καί τό ἐπετῶ (δηλ. τό ζητιανεύω) θεῖε νά τό ἒχω ἀπό σᾶς. Καί ἐγώ θά τό θεωρῶ μεγάλη ὑποχρέωση καί πρέπει νά ξεύρῃς ἡ ζωή μου θά εἶναι στή διάθεσή σας. Δηλαδή σοῦ λέγω ὃτι ἀφοῦ θά μοῦ τήν γλυτώσετε ἐσεῖς, θά εἶναι καί δική σας.
Ἂχ βρέ θεῖε τί νά σοῦ εἰπῶ...
Ἀλλά μέ αὐτό τό ὀλίγο ποσόν πού εἶχα δέν μποροῦσα νά τόν ἐξυπηρετήσω τόν πατέρα μου γιατί εἶχε μεγάλη οἰκογένεια. Ἀλλά τί νά τοῦ ἒκανα καί ἐγώ ὁ δυστυχής, ὁπού δέν μποροῦσα νά πάρω καί γώ περισσότερα. Καί τώρα πολυαγαπημένε μου θεῖε μέ πῆραν φαντάρο, ὃπως πῆγαν ὃλα τά παιδιά τοῦ καθενός καί βρίσκομαι σέ μεγάλη δύσκολη κατάσταση. Ὂχι τίποτες ἂλλο, δέν ξεύρω ἂν ἒχῃς κάνει φαντάρος, στόν στρατιώτη ἡ παρηγοριά εἶναι τό νά ἒχῃ μέσα στήν τσέπη του ἓνα τάληρο νά πίνῃ ἓνα καφέ ἣ ἓνα ποτήρι κρασί. Ἀλλά ἐγώ εἶμαι 6 μῆνες στρατιώτης, μέχρι σήμερα καί δέν ἒχω πιεῖ οὒτε ἓνα καφέ. Γιατί τώρα δέν ἒρχεται οὒτε ὁ πατέρας μου καλά καλά γιά νά μέ ἰδῇ στόν Στρατῶνα. Ἐγώ πάλι δέν εἶχα βάλει λεπτά στήν πάντα καί δέν ξεύρω πῶς θά περάσω δύο χρόνια χωρίς φράγκο μέσα στήν τσέπη. Σοῦ μιλάω θεῖε, μέσα στό γράμμα καί δακρύζω, γιατί ἐγώ εἶμαι ἂνθρωπος ὃπου ἒχω γυρίσει σχεδόν πολύν κόσμο καί ξεύρω πῶς ζεῖ ὁ ἂνθρωπος καί τώρα ἒρχομαι σέ ἓνα σημεῖο ὃπου κάθομαι καί σκέπτομαι κάτι φορές πού δέν ἒχω φράγκο.
Ἢθελα νά σοῦ γράψω καί γρηγορότερα. Ἢθελα νά ζητήσω τήν σύστασή σας ἀπό τόν θεῖο μου τόν Σπῦρο, ἀλλά δέν εἶχα νά βάλω τό γραμματόσημο καί τώρα ἀπό κάποιον δανείστηκα 10 δραχμές καί μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό ἒσπευσα νά σοῦ γράψω αὐτό τό γράμμα, ὃπου ὃπως τά γράφω θεῖε εἶναι:
Δέν ἢθελα τίποτες ἂλλο νά μέ γνωρίζατε 24 ὧρες καί τότες θά βλέπατε στήν πραγματικότητα ἂν λέω ψέματα, σέ ὃλας αὐτάς τάς περιπτώσεις.
Ἐπροχθές τό Πάσχα θεῖε εἶχα πάει στό χωριό καί ἒβλεπα ὃλα τά παιδιά νά γλεντοῦν καί νά χορεύουν καί ἐγώ ὁ δυστυχής δέν εἶχα οὒτε ἓνα τάληρο νά κεράσω ἓνα κατοστάρι κρασί.
Ἂλλο δέν μπορῶ νά σοῦ γράψω. Μόνο αὐτό τό πράγμα σᾶς ζητῶ. Πές καί τοῦ θείου μου τοῦ Γιάννη αὐτά πού σοῦ γράφω ἐγώ. Τά ζητῶ αὐτά ὡς ζητιάνος νά περάσω τόν στρατιωτικό μου βίο, πού φρουρῶ τήν πατρίδα. Κι ἂν δέν θέλει θεῖε κάνε ἒρανο νά μοῦ τά στείλῃς ἐσύ. Καί γώ θά το θεωρώ μεγάλη ὑποχρέωση. Δέν εἶμαι ἀσυνείδητος. Ἂλλο δέν γράφω. Χαιρετισμούς σέ ὃλους συγγενεῖς μου καί πατριῶτες. Πές τους ὃτι ἐμεῖς- τά Ἑλληνόπουλα καθόμαστε μέ ἂγρυπνο τό μάτι μας καί φιλᾶμε τά σύνορα τῆς Πατρίδος μας ὃπου νά προσπαθήσωμε νά μεγαλώσουμε τήν Πατρίδα μας, ὂχι ὃμως καί νά μᾶς τήν πάρουν. Σέ χαιρετῶ ἐκ βάθους καρδιᾶς μου ὁ ἀνηψιός Στρατιώτης Κλειώρης Ἀθανάσιος. Ἒχεις πολλούς χαιρετισμούς ἀπό ὃλους τούς συγγενεῖς. Περσότερους ἀπό θεῖο Σπῦρο καί παιδιά του. Καλά εἶναι ὃλοι. Χριστός Ἀνέστη θεῖε Ἠλία.
Ἡ σύστασίς μου εἶναι
Στρατιώτης Κλειώρης Ἀθανάσιος
1ος Λόχος πολυβόλου
11ο Σύνταγμα πεζικοῦ
Τρίπολις.
Θεῖε μή μέ ξεχνᾶς καί σέ ἂλλο γράμμα θά σοῦ γράψω περισσότερα.
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΟΥ ΜΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΛΕΙΩΡΗ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΛΟΥΚΑΪΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου