Πενήντα χρόνια μετά τήν κοίμησή του, ἡ Πάτρα ἀσπάσθηκε τά Λείψανα τοῦἡγιασμένου «Παπούλη» της, τοῦ π. Γερβασίου (Παρασκευοπούλου), τοῦ διδασκάλου καί πνευματικοῦ της ὁδηγοῦ. Τοῦ λαμπροῦ κληρικοῦ μέ τό ἀδαμάντινο ἦθος, τοῦ ἐναρέτου,
τοῦ ἀκαμάτου καί ἀσυμβιβάστου ἱεροκήρυκος, τοῦ παπᾶ τῆς φτωχολογιᾶς, τοῦ προστάτου τῶν προσφύγων, τοῦ ἱδρυτοῦ τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων στήν Ἑλλάδα.
Πενήντα χρόνια μετά, ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομος εὐλόγησε μέ τήν τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Γέροντος τόν Λαό τῆς Ἀποστολικῆς Μητροπόλεως τῶν Πατρῶν, παρουσίᾳ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κ.κ. Ἐφραίμ, Κηθύρων κ.κ. Σεραφείμ, καί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ.κ. Ἱερεμίου, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στίς συγκινητικές λατρευτικές ἐκδηλώσεις.
Πλῆθος Κληρικῶν καί Μοναχῶν καί πλήθη Λαοῦ ἔραναν μέ δάκρυα καί μύρα καί ροδοπέταλα, τά Λείψανα τοῦ «Παπούλη» τῆς Πάτρας, καί ἐπανέλαβαν ὅ,τι σύμπας ὁ Λαόςἐκραυγάσε κατά τήν ὥρα, τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας του τήν 1η Ἰουλίου 1964: «ΕἶναιἍγιος!».
Συγκλονιστικό τό κήρυγμα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν Χρυσοστόμου, ὁὁποῖος ἐσκιαγράφησε μέ λόγους μοναδικούς τήν προσωπικότητα τοῦ ἱεραποστολικῶςἐργασθέντος καί ὁσιακῶς τελειωθέντος π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος ἔφυγε μικρό παιδί, πάμπτωχο καί πονεμένο, ἀπό τήν Ἀρκαδία γιά νά δώσῃ τά πλούτη καί τά βάθη τοῦπνεύματος στόν Πατραϊκό Λαό καί νά φύγῃ πάλι πάμπτωχος γιά τήν οὐράνια πατρίδα.
Τά Λείψανα τοῦ π. Γερβασίου τοποθετήθηκαν σέ εἰδική Λειψανοθήκη ἐντός τοῦἹεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῶν Κατασκηνώσεων στά Συχαινά τῶν Πατρῶν, τόνὁποῖο Ναό ἐκεῖνος ἔκτισε καί τίς ὁποῖες κατασκηνώσεις ἐκεῖνος ἵδρυσε.
Ἐπισυνάπτεται τό κείμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν.
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΜΙΔHΝ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
(29/6/2014)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
«Καί τήν ράβδον... λαβέ ἐν τῇ χειρί σου καί πορεύσῃ... καί πατάξεις τήν πέτραν, καίἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καί πίεται ὁ λαός» (Ἐξοδ. 17, 5-6).
Δοξολογίαν ἀναπέμπομε σήμερον πρός τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖοςἐχάρισε στόν Ὀρθόδοξο Λαό του, ἄνδρα πλήρη πνεύματος καί χάριτος οὐρανίου, ὅστις ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἔλαμψεν ὡς ἀστήρ καί λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου Καθέδρας, τῆς μιᾶς δηλαδή, ἁγίας, καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τουἘκκλησίας.
Γονυπετεῖς προσκυνοῦμε τόν Τάφο, τήν Ἁγία Κάρα καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν ΠατρέωνἘκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε ἐνταῦθα ἐξ ἄλλης Βησθαΐδά, τῆς ἁγιοτόκου δηλονότι γῆς τῆςἈρκαδίας, τόν μιμητή τῶν Ἀποστόλων, Γερβάσιον τόν ἀοίδιμο τοῦ Κυρίου θεράποντα.
Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο ἐκπληροῦμε σήμερον πρός τόν στοργικό πατέρα καί διδασκάλο, τόν ἐπί δεκαετίας πνευματικῶς γεωργήσαντα καί ἱεραποστολικῶς κλεΐσαντα καί πνευματικῶς τόν Ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου ἐν Πάτραις, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλάἐμόγησεν.
Τιμή ἀποδίδομε πρός τόν ἁπλοῦν καί σεμνό, τόν μαθητή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τόν λιτό καί ἀσκητικό, τόν γλυκύ καί αὐστηρό, τόν ἀκριβῆ τηρητήν τῶνἈποστολικῶν καί Ἑλληνορθόδοξων παραδόσεων, τόν ἐμπνευσμένο, τόν πρωτοποριακό καί ρηξικέλευθο ἀναγεννητή τῆς αὐστηρᾶς καί ἁγίας λειτουργικῆς μας παραδόσεως, τόν γενναῖο καί ταλαντοῦχο πνευματικό, ὁ ὁποῖος συνεκίνει μέ τήν ἁπλουστάτη παρουσία του καί ἐνέπνεε μέ τήν πυρφόρο μορφή του.
Εὐγνωμοσύνη προσφέρομε πρός τόν ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, τόν ὡςἥλιον λάμψαντα καί τήν γῆν τῶν Πατρῶν οὐρανώσαντα, τόν τάς ψυχάς πυρί τοῦ πνεύματος φλογίσαντα καί τάς καρδίας τῇ δρόσῳ τῇ οὐρανίῳ δροσίσαντα, τόν ἀνάργυρο, τόν ἀκτήμονα πλήν ὅμως μέγα ἐλεήμονα, τόν ἐπίγειον ἄγγελο καί θερμουργό λειτουργό τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τόν μύστη τοῦ Λόγου, τόν φλογερό καί ἀσυμβίβαστο ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύνθημα ἀγωνιστικό ἦτο τό λόγιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦΧρυσοστόμου, «τόν γάρ ἄρχοντα παντός λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι δεῖ καί βίον ἔχεινἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρός ἐκεῖνον ὁρᾷν καί πρός τόν αὐτοῦ βίον τόν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Τιμόθ. PG 62. 547)
Εὐχαριστίαν ἐκ βάθους καρδίας ἐκφράζομε πρός τόν ζηλωτή πρεσβύτερο, τόν ἱδρυτή τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων ἐν Ἑλλάδι, τόν παπά τῆς φτωχολογιᾶς, τόν προστάτη τῶν προσφύγων, τόν ἐν καιροῖς δυσχειμέροις πρωτοσύγκελλο καί πρωτέκδικο τοῦ μεγάλουἈρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, τόν κατ’ ἴχνος τόν Χριστό ἀκολουθήσαντα, τόν γενναῖον τῇ ψυχῇ, τόν ἰσχυρόν τῷ φρονήματι, τόν τῇ πίστει ἀκλόνητον, τόν ἀνεπανάληπτοἱερουργό τῶν τοῦ Θεοῦ ἱερῶν Μυστηρίων, τόν ἱδρυτή τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν, τῆς Σχολῆς Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας, τῆς Σχολῆς Ἀναλφαβήτων ἐν Πάτραις, νηπιαγωγείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων κλπ. (πρωτοποριακές κινήσεις γιά τήν ἐποχή του), μέγαν εὐεργέτη τῆς πόλεως καί τῆς κοινωνίας τῶν Πατρῶν.
Πάντες εὐλαβῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ γνησίου Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, «εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁποίου ἤσκει μεγίστην γοητείαν ἡ Ἑλληνική Πατρίς, ὥστε νά προσληφθῇ κατόπιν αἰτήσεώς του κατά τήν θρυλικήν ἐξόρμησιν τοῦ 1912-13, ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός Ἱερεύς εἰς τήν στρατιάν τῶν Εὐζώνων. Καί ἠγωνίσθη πορευόμενος μετά τῶνἀετοπόδων αὐτῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος, ἀνερχόμενος εἰς δυσπροσίτους ὀροσειράς καί εἰς πολυνέκρους συγκρούσεις, τρέχων πολλάκις εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, διά νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του —Θείαν Μετάληψιν, ἱεράν ἐξομολόγησιν— εἴς τιναἑτοιμοθάνατον εὔζωνον» (Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης).
Γόνυ ψυχῆς καί σώματος κλίνωμεν ἐνώπιον τοῦ πεπυρωμένου θείῳ ἔρωτιἡγιασμένου Γέροντος, διά τόν ὁποῖον ἰσχύουν κατά πάντα οἱ λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρόςἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος θέλει τόν Ἱερέα:
α) Πατέρα,
β) Διδάσκαλον,
γ) Ἰατρόν, καί
δ) Κυβερνήτην.
Ὂντως ὁ π. Γερβάσιος ἀνεδείχθη Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἠγάπησεν ὑπερβαλλόντως τά τέκνα του καί ἠγωνίσθη προκειμένου νά τά προστατεύσῃ ἐκ τῶν προβατοσχήμων λύκων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδή καί τῆς μανίας τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ.
Ὡς πατήρ ἐχρησιμοποίησε ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του ἐν ἀγάπῃ, αὐστηρότητι παιδαγωγικῇ καί δικαιοσύνῃ. «Ὁ Ἱερεύς βιώνει ἕνα μαρτύριο, καθ’ ὅτι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, βυθίζεται στόν ὠκεανό τόν ἀνθρωπίνων παθημάτων» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 253).
Ἐπόνεσε ὁ π. Γερβάσιος καί ἔκλαυσε μέ τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐστήριξε στήνἀδυναμία καί στήν ταλαιπωρία τους, στήν ἀνεργία, στήν ἀνέχεια, ἀλλά καί χάρηκε ὁλόψυχα στήν χαρά τους. Ἄκουσε ἐπί ὧρες τίς ἀγωνίες τῶν νέων, ξενύχτησε προσευχόμενος γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί σήμερα τά ἄκγονα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ τοῦ προσφέρουν τά ἀντίδωρα τῆς υἱϊκῆς τους ἀγάπης.
Τί νά εἴπωμε περί τῆς ἰδιότητός του ὡς διδασκάλου τῶν ὑπό Θεοῦἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν; Ὁ τρόπος του γλυκύς, πειστικός καί ὁ λόγος του τομώτεροςὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν, συγκλονιστικός, ἀποφασιστικός, ἐπαναστατικός, μετάδοση φωτός καί πυρός, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἀσπαζόμεθα σήμερον τά Λείψανα τοῦ σοφωτάτου πνευματικού ἰατροῦ, ὁ ὁποῖοςἐχρησιμοποίησε τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἐπιθήματα κατά περίπτωση, ὥστε καί τόν πόνο νά ἁπαλύνῃ καί τό τραῦμα νά ἐπουλώνῃ καί τήν θεραπεία νά ἐπιφέρῃ.
Καταφιλοῦμε τά ἅγια χέρια, τοῦ στιβαροῦ οἰακοστρόφου τῆς Ἱερᾶς Νηός, τήν ὁποίαὡδήγησε εἰς εὐδίους λιμένας.
Κλῆρος καί Λαός, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ἐπαναλαμβάνομε ὅ,τι ἠκούσθη μυριόστομο ἐν Πάτραις, κατά τήν ὥρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του, πρό πεντήκοντα ἐτῶν,ἐν τῷ Ἱερῷ καί πανσέπτῳ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Ναῷ: «Ἅγιος! Ἅγιος!Ἅγιος!». Ὡς ἅγιος τιμᾶται στή συνείδηση Κλήρου καί Λαοῦ.
Ἀλήθεια ἀδελφοί μου, αὐτά δέν εἶναι τά στοιχεῖα που συνθέτουν τήν ζωή ἑνός ἁγίου;Ἡ ζέουσα πίστη δηλαδή, ἡ θυσιαστική ἀγάπη, ἡ προσευχή, ἡ βιωματική ἐμπειρία, τόἐνάρετον, συνελόντ’ εἰπεῖν, κατά πάντα τοῦ ἤθους του καί τῆς πολιτείας του; Ἀκόμη, ἡμαρτυρία τοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί ἡ θεοσημία, ἀφοῦ Κύριος ὁ Θεός ηὐδόκησε νά φανῇ ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός κορμοῦ δένδρου (ὁ πρῶτος καί μοναδικός ἀχειροποίητος Σταυρός πού πανορθοδόξως προσκυνεῖται), τό ὁποῖο ἐφύτευσε ὁ μακαριστός Γέροντας στόν χῶρο τῆς παιδικῆς ἐξοχῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού Πατρῶν;
Περί τῆς ἁγιότητος τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ διδασκάλου καί ὁδηγοῦ τοῦ Λαοῦ τῆςἈποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μαρτυρεῖ καί ἡ δοκιμασία, πού προσετέθη ἐκ τῆς συκοφαντίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ὑπό τοῦ διαβόλου ὡδήγησαν τόνἀοίδιμον π. Γερβάσιον εἰς ὀδύνην τήν ὁποίαν ἐν εὐχαριστίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν γαλήνῃψυχῆς διεξῆλθε. Ἀλλά πάντα ταῦτα, διά νά λάμψῃ περισσότερον ἡ ἀλήθεια καί νά φωτισθῇἔτι πλέον ἡ προσωπικότης καί τό ἔργον τοῦ ἀοιδίμου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, καί νά δειχθῇ ἡ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή τοῦ Λαοῦ πρός αὐτόν. Ἐξ ἄλλου «ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὠκεανοῦ τῶν θλίψεων καί τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό
‘ὑπόδειγμα’ (Ἰω. ιγ’ 15)» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 367).
Ὁ π. Γερβάσιος ὑπῆρξε διωκόμενος ἐκ τῆς νηπιακῆς αὐτοῦ ἡλικίας, πρῶτον ὑπό τῆς δυστρόπου μητρυιᾶς του. Διώκεται ἀκόμη ἀπό τήν πτωχεία, τήν στέρηση, τήν γυμνότητα. Διατρέχει πεζοπορῶν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Γορτυνία ἕως τήν Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας,ὅπου στό ἐκεῖ Σχολαρχεῖο διαπρέπει ὡς μαθητής, καί διά τοῦτο φθονεῖται, συκοφαντεῖται δεινῶς καί διώκεται. Δεδιωγμένος φθάνει στήν Μονή Γηροκομείου Πατρῶν, προστατευόμενος ὑπό τοῦ συντοπίτου του λαμπροῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου (τοῦΜητροπούλου). Ἀλλά καί αὐτός φεύγει γιά τόν οὐρανό ἐνωρίς πρός μεγίστην ὀδύνη τοῦνεαροῦ τότε Γεωργίου (Ἔτσι ἦτο τό κατά κόσμον ὄνομά του). Ὅταν ἀργότερα,Ἱερομόναχος πλέον, ὁ π. Γερβάσιος τοποθετεῖται Ἡγούμενος τῆς ἰδίας Μονῆς, ἐπιχειρεῖταιὑπό τῶν «παλαιοκαλογήρων» δολοφονική ἀπόπειρα ἐναντίον του καί ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ καί αὐτοῦ τοῦ θρόνου, γιά νά φθάσῃ στά Προσφυγικά τῶν Πατρῶν, στόν τόπο τῶν διωγμένων μαρτυρικῶν ἀδελφῶν μας ἀπό τά Μικρασιατικά παράλια, ὥστε νά γίνῃ γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Πατρινούς, ὁ λατρεμένος «Παπούλης».
Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφέρωμε ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συνθέτουν τήνὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ π. Γερβασίου καί τά ὁποῖα ἐν καιρῷ τῷ δέοντι θά ἴδουν τῆς δημοσιότητος τό φῶς.
Θα περιορισθῶ μόνον σέ δύο περιστατικά, τά οποῖα μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀοιδίμου πατρός.
1. Ἦτο μεσημέρι καί ὁ Γέροντας εὐλόγησε τήν τράπεζα στήν κατασκήνωση.
Τήν ὥρα τοῦ γεύματος, ὁ Παπούλης πετάχθηκε ἀναστατωμένος καί ἀναφώνησε: «Μιά ψυχή χάνεται!». Χωρίς νά πῇ σέ κανένα τίποτε ἄλλο, ἔφυγε βιαστικά, ἔτσι ὅπως ἦτο μέ τό ἀντερί καί τόν σκοῦφο του, καί μετέβη μέ τά πόδια σέ κάποιο σπίτι στήν περιοχή τῶν Μποζαϊτίκων, ὅπου διέμενε ἀνάπηρη κοπέλα.
Ὅταν εἰσῆλθε, βρέθηκε μπροστά σέ σκηνή συγκλονιστική. Ἡ ἀσθενής ἐπιχειροῦσε νά κόψῃ τίς φλέβες τῶν χεριῶν της, προκειμένου νά θέσῃ τέρμα στή ζωή της. Τῆς λέγει ὁ π. Γερβάσιος: «Τί σοῦ ἔκανα παιδάκι μου καί μέ ἔφερες, γέρο ἄνθρωπο, μέσα στό μεσημέριἐδῶ κάτω; Ἔχεις τό φωτοστέφανο στό κεφάλι σου καί πᾶς νά τά χάσῃς ὅλα;»
Τότε κατενόησε ἡ ἀσθενής τό λάθος της καί μέ δάκρυα στά μάτια ζήτησε συγγνώμηἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Γέροντα. Ἐπέστρεψε χαρούμενος στήν κατασκήνωση καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά ψυχή σώθηκε!».
2. Ἦταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Στήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν στά Συχαινά ἀρχηγός ἦταν ἡ ἀείμνηστη ΑἰκατερίνηἈνδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τῶν ὑπευθύνων, δέν βρισκόταν Ἱερέας νά λειτουργήσῃ γιά τά παιδιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν μεγάλη ἑορτή. Οὔτε γιά πρόσφοροἐφρόντισαν. Ἐξάλλου, τί νά τό ἔκαναν; Στενοχωρημένες ἔπεσαν γιά ὕπνο, ἀφοῦπροσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τοῦ Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ὁ κτύπος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπᾶτήν καμπάνα; Ἔσπευσαν στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔκπληκτες βλέπουν τόν ἐνάρετο ἀείμνηστοἹερέα, π. Νικόλαο Κογιώνη, νά στέκεται ἐκεῖ καί νά περιμένῃ. «Πάτερ ποιός σᾶς εἶπε νάἔλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, ἀλλά καί ποιός σᾶς ἄνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τῆς Κατασκήνωσης;» «Ὁ Παπούλης, ὁ π. Γερβάσιος, ἐμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ὁ ἴδιος μου ἄνοιξε τήν πόρτα», ἀποκρίθηκε ὁ π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν ἔχουμε πρόσφορο», εἶπαν τό ἴδιο ἀπορημένες. «Θά φροντίσῃ καί γι’ αὐτό ὁΠαπούλης», εἶπε καί πάλι ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζειἀπό τήν πύλη πρός τήν Ἐκκλησία, κρατῶντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, ποῦ ἔμαθες ὅτι ἔχουμε Ἐκκλησιασμό καί πῶς ἦρθες τόσο πρωί;», τήν ρώτησαν. «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Ἅγιο Νικόλαο τῶν Συχαινῶν γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Ἀλλά στόν δρόμο ἕνας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μοῦεἶπε: “Κόρη μου, ποῦ πᾶς; Στόν Ἅγιο Νικόλαο ἔχει ὁ παπάς πρόσφορα. Νά τό πᾶς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν”, μοῦ εἶπε καί ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι ἦλθα». «Ποιόςἦταν ὁ παπάς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι φανερή.
Ἐπιτελοῦμε σήμερον ἀκόμη χρέος ἱερό καί πρός τόν μακαριστό ΜητροπολίτηὝδρας Ἱερόθεο τόν Πατρέα, πνευματικό τέκνο καί ἀνάστημα τοῦ π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος πρό τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, πολλάκις παρεκάλεσε τήν ἐλαχιστότητά μας διά τήνἀνακομιδή τῶν λειψάνων «τοῦ ἀοιδίμου καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου», ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικά, π. Γερβασίου.
Μάλιστα, μέχρι θαυμαστῆς λεπτομερείας, ἔδωσε ὁδηγίας περί τοῦ πρακτέου, ἅμα τῇσυμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Γέροντος καί Διδασκάλου τῶν Πατρῶν.
Δέος συνέχει τήν καρδία μου, ὅταν ἀναμιμνήσκωμαι τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ, τοῦ πολυεδρικοῦ ἀδάμαντος, Μητροπολίτου Ὕδρας Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τήν τελευταίαν φορά τῆς συναντήσεώς μας, μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἐπιθυμία τοῦ ἐνἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερβασίου νά γίνῃ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του, ὑπό συντοπίτου τουἈρχιερέως».
Εἶμαι δέ ἐξόχως συγκλονισμένος, διότι κατά τρόπον παράδοξο, οἱ ἐργασθέντες κατά τήν προεργασία διά τά τῆς ἀνακομιδῆς τεχνίτες, ἀκόμη καί ὁ βοηθός των, ἕλκουν τήν καταγωγήν των ἐξ Ἀρκαδίας, ἀπ’ ὅπου καί ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος.
Ἀκόμη χρέος ἐπιτελοῦμε ἔναντι τοῦ μακαρία τῇ λήξει γενομένου, Ἱεράρχου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, του χειροτονήσαντος ἡμᾶς Διάκονον καί Πρεσβύτερον, ὅστις μέ συμμαρτυρίαν τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθεν εἰς τάς τάξεις τοῦ ἹεροῦΚλήρου, καί ὁ ὁποῖος ἔχων ἐπί τοῦ Γραφείου του τήν φωτογραφία τοῦ μακαρίου Γερβασίου καί τήν εἰκόνα τοῦ θαυμαστῶς ἐντός τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου φανέντος τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὑπεδείκνυε ὁδόν ἀρίστη, ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐβάδισε ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων κλεινός Γερβάσιος.
Πρό πάντων δέ καθῆκον ὀφειλόμενο πρός τόν Πατραϊκό Λαό, καί μάλιστα πρός τά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, τῶν ὁποίων πόθος διακαής ἔκαιε τά ἐσώτατά τῆς καρδίας των, ὅπως πραγματοποιηθῇ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ πολυσεβάστου καί ὡς ἁγίου ὑπ’ αὐτῶν τιμωμένου διδασκάλου των, καί ἀξιωθοῦν νά ἀσπασθοῦν τά ἱερά ὀστέα του, τά ὁποῖαἡγιάσθησαν ἐκ τῶν ποικίλων πνευματικῶν καί σωματικῶν ἀγώνων του ὑπέρ τῆς δόξης τοῦΘεοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἀοίδιμε Γέροντα, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου σου ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τά πνευματικά σου τέκνα «ἔπιπτον προσκυνητῶς πρό τοῦ σκηνώματός σου, ἔχοντοςἐστολισμένον τό πρόσωπον διά τήν τελικήν πορείαν. Ἠσπάζοντο χεῖρας καί πόδας, κλαίοντες καί ζητοῦντες τήν πολυπόθητον εὐχήν σου» (Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος).
Σήμερον πλῆθος τῶν ἐκγόνων σου, Κλῆρος καί Λαός, προσπίπτουσι καί πάλιν προσκυνητῶς πρό τῶν ἱερῶν Λειψάνων σου, καί ραίνουν μέ δάκρυα καί μύρα καί ρόδα τάἡγιασμένα ὀστέα σου, καί λιτανεύοντες αὐτά ἐπί τῶν ὤμων ὡς θησαυρόν πολύτιμο καίἀειλαμπῆ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ἱκετεύουσί σε:
«Ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις τῶν κινδύνων καί περιστάσεων φύλαττε, ἱερώτατε πατήρ ἡμῶν Γερβάσιε.
Δεήθητι ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ταύτης, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ φιλοθέου καί φιλαγίου Λαοῦ, ὑπέρ τῶν ἀρνίων σου τῶν ἠγαπημένων, ὡς χαρακτηριστικάἀποκαλοῦσες τά παιδιά καί τούς νέους».
Ἡμεῖς πάντες τόν Θεόν δοξάζοντες τόν σέ δοξάσαντα, χρεωστικῶς ὕμνους ἐκ καρδίας πλέκομεν καί προσφέρομέν σοι, τῷ ἀοιδίμῳ καί γεραρῷ, διδασκάλῳ καί πατρί:
«Χαίροις Ἀρκαδίας θεῖος βλαστός, χαίροις Ἐκκλησίας ἱερώτατος θησαυρός, χαίροις τῶν Πατρέων διδάσκαλος ὁ θεῖος, Γερβάσιε θεόφρον σκέπε τά τέκνα σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου