Μετανάστευση
Ἡ Ἑλλάδα ὁλόκληρη γνώρισε τήν ξενητειά ἀπό
πολύ παληά. Δέν θά ἀναφερθοῦμε στήν ἀρχαία ἐποχή, ὅπου οἱ Ἕλληνες ἵδρυσαν
ἀποικίες.
Θά μιλήσουμε γιά τά νεώτερα χρόνια πού τά
παδιά τῆς Ἑλλάδος, γιά νά βροῦν στόν ἥλιο μοῖρα ἄφησαν τόν τόπο τους, τά
πατρογονικά τους, τα ἀγαπημένα τους πρόσωπα καί ξενητεύτηκαν σέ τόπους μακρυνούς.
Τό χωριό μας πλήρωσε πολύ ἀκριβά αὐτό τό
τίμημα. Ὑπῆρξαν ἐποχές πού ὁμαδικά οἱ νέοι ἐγκατέλειψαν τόν ὄμορφο τόπο μας καί
μέ πόνο ψυχῆς καί δάκρυα στά μάτια, ἔφυγαν γιά νά βροῦν μια καλύτερη τύχη καί
ζωή. Ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια, οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς, τούς ἀνάγκασαν νά
ξενητευτοῦν.
Κάποιοι ἔφυγαν κατά τόν 19ο αἰῶνα, ὅπως ὁ
Νικόλαος Γιαννακόπουλος, γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἡ οἰκογένειά του
ἔχει συνδεθῆ μέ τήν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ του Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου
στοῦ Λουκᾶ, ἀφοῦ ἐβοήθησαν πολύ στήν ἀποπεράτωσή του.( Σχετική ἀναφορά ἔχομε
κάνει στήν σελίδα πού μιλᾶμε γιά τόν Ἱερό Ναό τοῦ χωριοῦ μας).
Τό μεγάλο ὅμως μεταναστευτικό κῦμα
φαίνεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ὅταν ὁλόκληρες οἰκογένειες φεύγουν ἀπό τά
χωριά τῆς Μαντινείας καί βεβαίως ἀπό τό δικό μας χωριό γιά τήν μακρυνή Ἀμερική.
Ἔφυγαν ἀμούστακα παιδιά, ἔφηβοι, μέ τήν
προοπτική νά δουλέψουν κάποια χρόνια καί νά γυρίσουν στό σπιτικό τους. Ὅμως
ἀλλιῶς ἐξελίχτηκαν τά πράγματα. Τά δάκρυα τῶν μανάδων δέν στέρεψαν ποτέ. Τά
μάτια μέχρι τήν τελευταία στιγμή, περίμεναν νά δοῦν τά βλαστάρια τους. Ἔκλεισαν
μέ πόνο πολύ καί ἡ καρδιά ἒπαψε νά κτυπᾶ, μέ τήν ὀδύνη ὅτι γονεῖς καί παιδιά,
ἀλλά καί ἀδέλφια μεταξύ τους δέν ἀντάμωσαν ξανά σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Πόσο σκληρή
φάνηκε ἡ ζωή σέ κάποιες περιπτώσεις.
Παρηγοριά, ὅτι πρόκοψαν οἱ περισσότεροι στά
ξένα καί ἐτίμησαν τό ὄνομά τους, τό χωριό μας καί τήν πατρίδα μας.
Ἀλλά τό μετανευστικό κῦμα δέν σταμάτησε
καί μετά ταῦτα. Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι, ζήσαμε καί θυμόμαστε, τόν ἀποχωρισμό γιά τήν
ξενητειά τῶν παιδιῶν κατά τήν δεκαετία τοῦ 1960, κυρίως γιά Ἀμερική, τόν Καναδᾶ
καί γιά τήν πιό μακρυνή Αὐστραλία.
Κάθε τόσο, γινόταν ἕνα πονεμένο καί
πολυδακρύβρεχτο «γλέντι», μετά ἀπό τό τραπέζι γιά τόν ἀποχαιρετισμό. Μαζεύονταν στό σπίτι, οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι
γιά νά χαιρετίσουν αὐτόν πού ἔφευγε γιά τήν ξενητειά. Δάκρυζαν καί οἱ πέτρες ἀπό
τό ὅλο σκηνικό καί τήν πονεμένη ἀτμόσφαιρα.
Ἀλλά ἔτσι ὣρισε ὁ Θεός. Ἔπρεπε νά εὐλογηθῇ ὁ
ξένος τόπος μέ τόν ἱδρῶτα, τό αἷμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων καί ἐν προκειμένῳ
τῶν Λουκαϊτῶν. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά μετρήσῃ τήν συναισθηματική φόρτιση τῆς
στιγμῆς; Ποιός τόν πόνο νά ζυγιάσῃ; Ποιός τούς καημούς νά περιγράψῃ;
Μικρά παιδιά ,τότε ἐμεῖς, βλέπαμε τίς
μανάδες νά κλαῖνε καί λυπούμασταν, κλαίγαμε πολλές φορές μαζί τους μή μπορώντας
νά ἀντέξωμε τέτοιο καί τόσο πόνο. Περισσότερο συγκλονηστικές γιά μᾶς ἤταν οι
σκηνές τοῦ ἀποχωρισμοῦ μέ συμμαθητές μας, πού ἔφευγαν μαζί μέ τούς γονεῖς τους
γιά τήν ξενητειά. Μικρά παιδιά ξεριζώνονταν γιά νά μεταφυτευθοῦν σέ ξένο τόπο.
Ἴσως κάποιοι διαβάζοντας αὐτό τό κείμενο θυμηθοῦν, τήν σκηνή πού κάποια
μαθήτρια, τήν ἡμέρα πού ἔφευγε γιά τήν Ἀμερική, ἦλθε νά μᾶς χαιρετίση στό
Σχολειό καί κλαίοντας γονάτισε καί φίλησε τά πόδια τοῦ Δασκάλου, ἐνῶ ἔκλαιε καί
ὁ Δάσκαλος καί ὅλοι ἐμεῖς.
Αὐτές οἱ σκηνές ἐνέπνευσαν ποιήματα καί
τραγούδια πού περιγράφουν τούς καημούς καί στεναγμούς τῆς ξενητειᾶς.
« Τήν
ξενητειά, τήν ὀρφανιά
τήν φτώχεια, τήν ἀγάπη
τά τέσσερα
τά ζύγιασαν
βαρύτερα εἶν’ τά ξένα».
Πολλές φορές, τί συγκλονιστικό στ’ ἀλήθεια,
ἡ φτώχεια ἦτο τόσο μεγάλη, πού οἱ γονεῖς « ἐπίεζαν» τά παιδιά τους νά ξενητευτοῦν
γιά νά μπορέσουν νά ζήσουν. Ἔτσι λοιπόν τό τραγούδι παρουσιάζει τήν κόρη νά
παρακαλῇ τήν μάνα της.
« Μή μέ
στέλνεις μάνα στήν Ἀμερική
γιατί θά
μαραζώσω καί θά πεθάνω ἐκεῖ».
Ἀλλά καί τά βάσανα τῆς ξενητειᾶς τραγούδησε
ἡ λαϊκή μοῦσα. Πόσους ἀγῶνες ἔκαναν τά ἀδέλφια μας στά ξένα!
Πόσες στενοχώριες! Πόσες πίκρες καί φαρμάκια!
Πόσα δάκρυα! Πόσα ξενύχτια! Χωρίς
παρηγοριά τῆς μάνας καί τῆς ἀδελφῆς, τῶν συγγενῶν καί φίλων.
Καί πάλι ἡ λαϊκή μοῦσα παρακολουθεῖ τούς
ξενητεμένους, βλέπει τούς κόπους τους,
ἀκούει τούς καημούς καί στεναγμούς τους καί τούς ρωτάει.
«- Ξένε
πού μόνος καί ἔρημος
σέ
ξένους τόπους τρέχεις
πές μου
ποιός εἶναι ὁ τόπος σου
καί ποιά
πατρίδα ἔχεις;
-Ἐμένα
στήν πατρίδα μου
ἔχει
ὀμορφιά και χάρη
τό ταπεινότερο
δεντρί
τό ποιό
φτωχό χορτάρι.
Πέρασαν τά χρόνια. Οἱ Λουκαΐτες ρίζωσαν
στήν ξενητειά. Προκόψανε. Ἔκαναν οἰκογένειες. Διεκρίθησαν στίς τέχνες, στίς
ἐπιστῆμες, στίς ἐπιχειρήσεις. Πλήθυναν. Ἀπέκτησαν παιδιά καί ἐγγόνια. Τρίτη καί
τέταρτη πλέον γενηά. Στό Σικάγο παντοῦ συγχωριανοί μας. Στήν Καλλιφόρνια τό
ἴδιο. Στόν Καναδᾶπολλά ἀδέλφια μας. Στήν Αὐστραλία μοσχοβολᾶ ἡ παρουσία τῶν
συγχωριανῶν μας.
Ἵδρυσαν συλλόγους ἀπό παληά, ἀντέχουν οἱ
σύλλογοι μέχρι σήμερα. Διετήρησαν καί διατηροῦν τή γλῶσσα, τά ἤθη, τά ἔθιμα,
τήν θρησκεία μας. Κάνουν τά πανηγύρια τῶν Ἁγίων μας ὅμοια μέ μέ τό χωριό τους.
Γιορτάζουν ὅλοι μαζί, χορεύουν καί ταγουδᾶνε
ξαναγυρίζοντας μέ τήν σκέψη τους καί την καρδιά τους, πίσω στόν ὄμορφο καί εὐλογημένο τόπο τους.
Θυμοῦνται ὅσους πιά δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά και ὅσους μείνανε καί
προκόψανε στή γῆ μας, στήν ἁγιασμένη πατρίδα μας.
Τό χωριό ὀμόρφηνε μέ τήν ἀγάπη τους, πού
τήν ἔστειλαν γιά νά φτιάξῃ τό Σχολεῖο, τίς πλατεῖες, τούς δρόμους, τό Κοινοτικό
Μέγαρο, τίς βρύσες, νά ἀνακαινίση τίς Ἐκκλησίες
καί τόσα ἄλλα.(θά ἀναφερθοῦμε ξεχωριστά σ’ αὐτά).
Τώρα οἱ ἀποστάσεις μίκρυναν. Ὁ κόσμος
ἔγινε μία γειτονιά. Οἱ ἐποχές ἀλλάξανε. Εὐκολώτερα μποροῦν καί ἐκεῖνοι νά
ἔλθουν καί ἐμεῖς νά πᾶμε σ’ αὐτούς.
Αὐτό ἔγινε καί γίνεται. Ὅμως ἡ ἀλήθεια
εἶναι ὅτι κάτι χάνεται... Πρέπει νά προσέξωμε. Νά σώσουμε τίς ρίζες. Νά μή χαθῇ
ὁ σύνδεσμος ὁ πνευματικός, ὁ λῶρος ὁ ὀμφάλιος. Φυσικό εἶναι. μακραίνουν οἱ
γενηές.
Οἱ παληοί ἔφυγαν, ἀναπαύονται ἄλλοι στό
προαύλιο τοῦ Ἁη Γιάννη τοῦ Χρυσοστόμου στοῦ Λουκᾶ, ἄλλοι στά ξένα. Τά παιδιά
ὅλο καί πιό λίγα ἀκοῦνε γιά τό χωριό, γιά τήν πατρίδα τοῦ παπποῦ καί τοῦ
πατέρα. Γιά τῆς μάνας τή γενηά καί τό παλιό τό σπίτι. Ἡ παγκοσμιοποίηση τείνει
νά καταπιῇ, νά ἀφανίσῃτά πάντα.
Μέσα ἀπό αὐτή τήν σελίδα καί τήν
παρουσίαση τοῦ χωριοῦ μας και τῆς ἱστορίας του, ποθοῦμε νά βοηθήσουμε νά μή
χαθοῦν οἱ ρίζες, ἡ ταυτότητά μας, ἡ αὐτοσυνειδησία μας, ἡ Ἑλληνορθόδοξη
καταγωγή μας. Ὅσο ζοῦμε θά ἀγωνιζόμαστε γιά νά σωθῇ ἡ γλῶσσα μας, ἡ θρησκεία
μας, τό αἷμα μας καί τό πνεῦμα μας.
Τό ἴδιο κάνουν καί τ’ ἀδέλφια μας στήν
ξενητειά. Μέσα ἀπό τήν οἰκογένειά τους, τήν Ἐκκλησία (Τήν Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα),
τό Σχολεῖο, τίς συναντήσεις τους, τούς συλλόγους τους καί τόσα ἄλλα.
Ἐμεῖς τούς λέμε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας.
Ἀδέλφια μας, ξενητεμένα παιδιά μας. Ἀγωνιστεῖτε νά κρατηθῆ ἡ Ἑλλάδα μας
ζωντανή. Ἡ λεβεντιά μας, ἡ παράδοσή μας, ἡ γλῶσσα μας. Ὁ Θεός δέν θά ἀφήσῃνά
λησμονηθοῦν ἔνδοξες ἱστορικές σελίδες καί μνῆμες. Ἐμεῖς εἴμαστε κοντά σας μέ
τήν σκέψη μας καί μέ τήν προσευχή μας, μέ ὅλη
τήν καρδιά μας. Σᾶς καμαρώνομε καί εἴμαστε περήφανοι γιά σᾶς. Σᾶς
ἀγαπᾶμε καί εἶστε παρόντες σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.
Παρακάτω
δημοσιεύουμε μερικά χαρακτηριστικά πονεμένα τραγούδια τῆς ξενητειᾶς.
1.
Το
Τζιβαέρι
Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου
το μοσχολούλουδό μου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη
Αχ, πανάθεμά σε ξενητιά, τζιβαέρι μου
και σε και το καλό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά
Αχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου
και μέλημα δικό μου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη
Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου
και το ’κανες δικό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου
το μοσχολούλουδό μου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη
Αχ, πανάθεμά σε ξενητιά, τζιβαέρι μου
και σε και το καλό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά
Αχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου
και μέλημα δικό μου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη
Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου
και το ’κανες δικό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά.
(Ἴσως εἶναι τό πιό συγκλονιστικό τραγούδι πού
ἔχει ἀκουστεί γιά τήν ξενητειά. Διασώζει τήν σπαραχτική κραυγή τῆς πονεμένης
μάνας γιά τόν μοναχογυιό της, πού τῆς τόν πῆρε ἡ ξενητειά).
2.
Φεύγω, μανούλα μου γλυκιά, φεύγω και πάω στα
ξένα
μα όσο ζω θα νοσταλγώ, μανούλα
μου, εσένα.
Ψηλά βουνά και θάλασσες πλατιές θα μας χωρίζουν
την ξένη γη τα μάτια μου με δάκρυα θα ποτίζουν.
Φεύγω, αγάπη μου, γλυκιά, για πάντα θα σε χάσω
μα τη ζωή που ζήσαμε, ποτέ δε θα ξεχάσω.
Φεύγω, μανούλα μου, γλυκιά, έτσι ήτανε γραμμένο
το φτωχικό σπιτάκι μας να μείνει ρημαγμένο.
3.
Φεγγάρι, μάγια μου 'κανες
και περπατώ στα ξένα,
είναι το σπίτι ορφανό,
είναι το σπίτι ορφανό,
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα.
και τα βουνά κλαμένα.
Στείλ', ουρανέ μου, ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή.
Στείλ' ουρανέ μου ένα πουλί,
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά,
δίπλα στο μπαλκονάκι.
Στείλ' ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή,
να πάει στη μάνα υπομονή
να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη.
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη.
Στείλ' ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή.
4.
Σου στέλνω, μάνα,
επιταγή λίγα λεφτά απ’ τα ξένα,
για να σου δείξω πώς πονώ, όπως και συ για μένα.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
Κάνε κουράγιο, μάνα μου, τι τώρα θα γυρίσω,
την πικραμένη σου καρδιά, χαρά θα τη γεμίσω.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
Σου στέλνω, μάνα, επιταγή απ τα πικρά τα ξένα,
στέλνω καημούς και δάκρυα, για την καρδιά μου αίμα.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
για να σου δείξω πώς πονώ, όπως και συ για μένα.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
Κάνε κουράγιο, μάνα μου, τι τώρα θα γυρίσω,
την πικραμένη σου καρδιά, χαρά θα τη γεμίσω.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
Σου στέλνω, μάνα, επιταγή απ τα πικρά τα ξένα,
στέλνω καημούς και δάκρυα, για την καρδιά μου αίμα.
Πουλάκι να γινόμουνα, κοντά σου να πετάξω,
της ξενιτιάς τα βάσανα λιγάκι να ξεχάσω.
( Στήν ἑπόμενη ἀνάρτηση θά γνωρίσωμε
ἱστορικές σελίδες ἀπό τούς Λουκαΐτες
μετανάστες, τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνα. Στήν ἔρευνα πού θά παρουσιασθῆ, ἐβοήθησαν
ὁ Λουκαΐτης Παναγιώτης Ι. Σμυρνιώτης καί ὁ Πατρινός Ἰωάννης Ἀνδρουτσόπουλος,
τούς ὁποίους εὐχαριστοῦμε πολύ.
Ἐπίσης παρακαλοῦμε καί ὅσους ἔχουν καί θά
ἤθελαν, νά μᾶς ἀποστείλουν στοιχεῖα πού ἀφοροῦν σέ μετανάστες Λουκαΐτες παληούς
ἤ νέους,(email:pater.ierotheos@gmail.com) προκειμένου νά παρουσιάσουμε κατά τό δυνατόν πληρέστερα τό θέμα. Εἶναι
ἀνάγκη νά καταγράψωμε τήν ἱστορία. Ἀλλιῶς θά τήν ξεχάσωμε καί θά τήν χάσωμε).
khí chuyển động, một kiếm quang ngưng tụ màu đỏ nhạt biến thành màu hồng, kiều ảnh tung lên, bóng kiếm xuất hiện bốn phương tám hướng.
ΑπάντησηΔιαγραφή- Tám phần thực lực nhất tinh đấu vương, nàng không sợ giết ta sao?
Nhạc Thành lẩm bẩm nói, trong mắt hiện ra một mảng phức tạp, ngay lập tức thân ảnh của hắn như thiểm điện, tám phần thực lực của Dịch Thiến hắn không dám chủ quan, một lần nữa tránh khỏi đòn công kích của nàng.
đồng tâm
game mu
cho thuê phòng trọ
cho thuê phòng trọ
nhac san cuc manh
tư vấn pháp luật qua điện thoại
văn phòng luật
số điện thoại tư vấn luật
dịch vụ thành lập doanh nghiệp
- Điều này làm sao có thể, Dịch Thiến sư muội dùng tới tám phần thực lực đó, làm sao người kia có thể trốn thoát.
- Đúng thế, không phải hắn là phế vật hay sao, tại sao lại như vậy, rốt cuộc đây là thế nào.
Đệ tử của Thanh Dương môn nhìn thấy Nhạc Thành né qua được ba chiêu của Dịch Thiến thì kinh ngạc nghị luận.
-Kỳ quái, tại sao lại như vậy.
Liệt sơn cũng nghi hoặc không thôi mà nhìn Nhạc Thành, chỉ bằng tốc độ của Nhạc Thành thôi cho thấy hắn đã không phải là một phế vật, chẳng lẽ tên tiểu tử